toergo

Το έργο

Από τον 11ο αιώνα, ο ευρύτερος χώρος του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους αποτέλεσε διαρκώς έναν χώρο συνύπαρξης της ορθόδοξης Ανατολής με την καθολική Δύση. Με αφετηρία την ίδρυση εμπορικών παροικιών των ιταλικών πόλεων, η Δυτική παρουσία θα εδραιωθεί στον χώρο αυτόν, κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς, με τις Σταυροφορίες και τον διαμελισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, θα δημιουργηθούν πολυάριθμες λατινικές κτήσεις και κρατικά μορφώματα λατινικής επιρροής. Στο θρησκευτικό επίπεδο, την εδραίωση αυτή αντικατοπτρίζει η εγκατάσταση και η διασπορά Δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων, η οποία θα συνεχιστεί, και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ως αποτέλεσμα των Διομολογήσεων. Βενεδικτίνοι, Κιστερκιανοί, Δομηνικανοί, Φραγκισκανοί, Αυγουστινιανοί, Νοσοκομειακά και Στρατιωτικά Τάγματα, Καπουκίνοι, Ιησουίτες και Λαζαριστές μισιονάριοι θα συγκροτήσουν, μέσα στους αιώνες, ένα εκτεταμένο και πυκνό δίκτυο εκκλησιών, μονών, εξαρτημάτων και αποστολών, που απλωνόταν τόσο στον νησιωτικό χώρο όσο και σε αστικά κέντρα όπου υπήρχαν καθολικές κοινότητες. Η ιστορική συγκυρία, οι σχέσεις των ιδρυμάτων με τις κοσμικές και τις εκκλησιαστικές αρχές του τόπου προέλευσης αλλά και του τόπου υποδοχής, καθώς και με την Αγία Έδρα, υπήρξαν παράμετροι που επηρέασαν καθοριστικά την ανάπτυξη και τις κατευθύνσεις των δραστηριοτήτων τους. Η δράση των θρησκευτικών ταγμάτων, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες, εντοπίζεται στους τομείς της ποιμαντικής μέριμνας, της παροχής υπηρεσιών, καθώς και σε αυτόν της φιλανθρωπίας. Έχοντας ως αντικείμενό τους, πέρα από την πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου τους, την ίδρυση αδελφοτήτων και σχολείων, οι μονές τους, κατά τη νεότερη περίοδο, θα γίνουν το κατεξοχήν πεδίο αλληλεπίδρασης των χριστιανικών δογμάτων και διάδοσης επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων. Επιπλέον, η ενασχόληση των μοναχών με τη συλλογή και τη μεταφορά λειψάνων από την Ανατολή έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της αγιολογικής και μεταφραστικής δραστηριότητας (διηγήσεις μετακομιδής λειψάνων και θαυμάτων, μαρτύρια, βίοι αγίων κ.λπ.), η οποία συνέβαλε στην εγκαθίδρυση και τη διάδοση της λατρείας αγίων άγνωστων μέχρι εκείνη την εποχή στη Δύση. Παράλληλα, εγκατεστημένοι σε πόλεις και λιμάνια που αποτελούσαν σημαντικούς σταθμούς για τους ταξιδιώτες προς την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους, οι μισιονάριοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διακίνηση πληροφοριών κάθε είδους στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο. Τέλος, με την ιδιότητα του κατόχου έγγειας περιουσίας, τα Δυτικά τάγματα συνομίλησαν με τις τοπικές κοινωνίες, συνεισφέροντας στην οικονομία και στη διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού των τόπων υποδοχής.

Στόχοι της βάσης δεδομένων και μέθοδος συγκρότησής της

Η βάση δεδομένων «Δυτικά θρησκευτικά τάγματα στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους (11ος-19ος αιώνας)» αποσκοπεί:
α) να αποτυπώσει για πρώτη φορά χαρτογραφικά την έκταση, την πυκνότητα και την ποικιλομορφία των εγκαταστάσεων των Δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου) από τον 11ο αιώνα έως το 1830, έτος της ελληνικής ανεξαρτησίας.
β) να συγκεντρώσει και να παρουσιάσει τη βασική βιβλιογραφική τεκμηρίωση για τις εγκαταστάσεις αυτές.
Τα δεδομένα τα οποία παρουσιάζονται βασίζονται, πρωτίστως, σε δημοσιευμένο αλλά και αδημοσίευτο αρχειακό υλικό. Πιο συγκεκριμένα, για τη συγκέντρωση των δεδομένων αποδελτιώθηκαν οι εξής κατηγορίες δημοσιευμένων έργων:

  • μελέτες οι οποίες αναφέρονται στην ιστορία των Δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων στην ανατολική Μεσόγειο,
  • δημοσιεύσεις πηγών οι οποίες αναφέρονται στις κατά τόπους εγκαταστάσεις των Δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων στον συγκεκριμένο χώρο,
  • μελέτες γενικής ή τοπικής ιστορίας, όταν οι πληροφορίες τους για τις εγκαταστάσεις των Δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων βασίζονται σε πρωτογενές υλικό.
  • οι αδημοσίευτες πηγές προέρχονται από αρχεία και βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού

Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση, η οποία δίνεται στον χρήστη, περιλαμβάνει τα βασικά δημοσιευμένα έργα και τις αρχειακές πηγές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κρίθηκε περιττό να αναφερθούν παλαιότερες μελέτες εφόσον τα πορίσματά τους αξιοποιούνται επαρκώς από τη νεότερη βιβλιογραφία.
Η βάση θα εμπλουτίζεται συστηματικά με νέες πληροφορίες και θα ενημερώνεται βιβλιογραφικά.
Από την αποδελτίωση της σχετικής βιβλιογραφίας προκύπτει ότι οι γνώσεις μας για την ιστορία των Δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων σε ορισμένους τόπους είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Ως εκ τούτου, οι χρονικές ενδείξεις δεν δηλώνουν πάντοτε την αδιάκοπη λειτουργία μιας εκκλησίας, μιας μονής, ενός εξαρτήματος ή μιας αποστολής, ιδιαίτερα όταν το διάστημα αυτό εκτείνεται σε πολλές δεκαετίες. Κατά ανάλογο τρόπο, δεν είναι βέβαιο ότι η μορφή της εγκατάστασης παραμένει η ίδια κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι ιστοριογραφικές πληροφορίες δεν συμφωνούν ούτε ως προς την περίοδο λειτουργίας ή/και τη μορφή της εγκατάστασης. Στις περιπτώσεις αυτές καταχωρίστηκαν τα δεδομένα τα οποία κρίθηκαν από τους δημιουργούς της βάσης δεδομένων ως περισσότερο βάσιμα. Ας σημειωθεί ότι το μέγεθος των θρησκευτικών κοινοτήτων εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τη δομή οργάνωσης κάθε τάγματος και τις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Κατά κανόνα οι μοναστικές κοινότητες ήταν ολιγομελείς. Συχνά, εξάλλου, δεν συγκροτούσαν κοινότητα με πλήρη θρησκευτική ζωή, ενώ μαρτυρούνται και περιπτώσεις μεμονωμένων αδελφών ή ιερομονάχων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές και λειτουργικές ανάγκες συγκεκριμένων αξιωματούχων, στρατιωτικών μονάδων ή εμπορικών παροικιών. Εξάλλου, η κατά τόπους ακίνητη περιουσία των ταγμάτων συγκροτείται σταδιακά και υφίσταται αυξομειώσεις με την πάροδο του χρόνου ως συνέπεια των ιστορικών συνθηκών, αλλά και των εξελίξεων στο εσωτερικό των ίδιων των θρησκευτικών οργανισμών. Δεδομένων των δυσκολιών που συνεπάγεται ο όγκος και η διασπορά των πληροφοριών για την περιουσιακή κατάσταση των ταγμάτων, στην παρούσα φάση πιλοτικά επιχειρήθηκε η καταγραφή της περιουσίας τριών περιπτώσεων:
α) του νοσοκομειακού τάγματος των Σταυροφόρων,
β) του στρατιωτικού τάγματος του Αγίου Σαμψών, και
γ) των Κιστερκιανών της Κρήτης.
Ως τόπος αφετηρίας των ταγμάτων δηλώνεται η κεντρική ή μητρική μονή, εφόσον υπάρχει. Αντίστοιχα, όταν η εγκατάσταση δεν μπορεί να προσδιοριστεί τοπογραφικά με ακρίβεια, σημειώνεται στον χάρτη το κεντρικό σημείο της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Τέλος, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν διαθέτουμε ακριβείς χρονικές ενδείξεις για την αρχή και το τέλος της εγκατάστασής τους, οι χρονολογίες οι οποίες καταχωρίζονται είναι κατά προσέγγιση.

Συντελεστές

Μαρίνα Κουμανούδη (Κύρια Ερευνήτρια ΙΙΕ/ΕΙΕ)

Γιώργος Κουτζακιώτης (Κύριος Ερευνητής ΙΙΕ/ΕΙΕ)

Αγγελική Πανοπούλου (Κύρια Ερευνήτρια ΙΙΕ/ΕΙΕ)